- σχινδύλησις
σχινδύλησις, ἡ, das Spalten in kleinere Stücke, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχινδύλησις, ἡ, das Spalten in kleinere Stücke, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχινδύλησις — ήσεως, ἡ, Α διαίρεση, διαχωρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο σχινδυλεύω (πρβλ. ἀνα σχινδυλεύω) βλ. και λ. σχίζω] … Dictionary of Greek
σχινδυλήσει — σχινδύλησις cleaving into small pieces fem nom/voc/acc dual (attic epic) σχινδυλήσεϊ , σχινδύλησις cleaving into small pieces fem dat sg (epic) σχινδύλησις cleaving into small pieces fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek