- σχενδύλη
σχενδύλη, ἡ, = σχένδυλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχενδύλη, ἡ, = σχένδυλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχενδύλη — η, ΝΑ βλ. σχένδυλα … Dictionary of Greek
σχενδύλη — σχενδυλάω a ship carpenter s and blacksmith s tool pres imperat act 2nd sg (doric) σχενδυλάω a ship carpenter s and blacksmith s tool pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σχενδυλάω a ship carpenter s and blacksmith s tool imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχενδυλόληπτοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῑς ταύροις ἀπὸ τοῡ χαλκευτικού ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σχενδύλη «λαβίδα» + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. πυρί ληπτος] … Dictionary of Greek
σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] … Dictionary of Greek
σχένδυλα — και σχενδύλη, η, ΝΑ νεοελλ. είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένων αρχ. πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα ύλη (πρβλ. κορδ ύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο τού τ … Dictionary of Greek
σχενδυλώ — άω, Α [σχενδύλη] παίρνω κάτι με τη λαβίδα … Dictionary of Greek