σχιζίον

σχιζίον

σχιζίον, τό, dim. von σχίζα, Pol. 10, 111.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχιζίον — τὸ, ΜΑ [σχίζα] υποκορ. τού σχίζα μσν. τεμάχιο άρτου …   Dictionary of Greek

  • σχιζία — σχιζίᾱ , σχιζίας long masc nom/voc/acc dual σχιζίας long masc voc sg σχιζίᾱ , σχιζίας long masc voc sg (attic) σχιζίᾱ , σχιζίας long masc gen sg (doric aeolic) σχιζίας long masc nom sg (epic) σχιζίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”