- σχιζίας
σχιζίας, ὁ, = τετανός καὶ ἰσχνός, Cratin. bei Phot.; so nennt den Herkules Dicaearch. bei Clem. Al. paed. 2 p. 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιζίας, ὁ, = τετανός καὶ ἰσχνός, Cratin. bei Phot.; so nennt den Herkules Dicaearch. bei Clem. Al. paed. 2 p. 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιζίας — σχιζίᾱς , σχιζίας long masc acc pl σχιζίᾱς , σχιζίας long masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζίας — ου, ὁ, Α ισχνός και ψηλός, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζα + επίθημα ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] … Dictionary of Greek
σχιζίαι — σχιζίας long masc nom/voc pl σχιζίᾱͅ , σχιζίας long masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζία — σχιζίᾱ , σχιζίας long masc nom/voc/acc dual σχιζίας long masc voc sg σχιζίᾱ , σχιζίας long masc voc sg (attic) σχιζίᾱ , σχιζίας long masc gen sg (doric aeolic) σχιζίας long masc nom sg (epic) σχιζίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζίαν — σχιζίᾱν , σχιζίας long masc acc sg (attic epic doric aeolic) σχιζίας long masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)