- σχιζο-ποδία
σχιζο-ποδία, ἡ, Eigenschaft od. Beschaffenheit des σχιζόπους, Arist. part. anim. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιζο-ποδία, ἡ, Eigenschaft od. Beschaffenheit des σχιζόπους, Arist. part. anim. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποποδία — ή ιατρ. ανώμαλη θέση τού άκρου ποδιού ως προς την κνήμη λόγω μυϊκών παραλύσεων, συρρίκνωσης τού αχίλλειου τένοντα ή κατάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + ποδία (< πους, ποδ ός), πρβλ. σχιζο ποδία, ωκυ ποδία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ.… … Dictionary of Greek