- σχιζό-πους
σχιζό-πους, ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen; τὸ σχιζόπουν, Arist. part. an. 1, 2, im Ggstz von στεγανόπους, H. A. 9, 12, wie Ael. H. A. 5, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιζό-πους, ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen; τὸ σχιζόπουν, Arist. part. an. 1, 2, im Ggstz von στεγανόπους, H. A. 9, 12, wie Ael. H. A. 5, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποποδία — ή ιατρ. ανώμαλη θέση τού άκρου ποδιού ως προς την κνήμη λόγω μυϊκών παραλύσεων, συρρίκνωσης τού αχίλλειου τένοντα ή κατάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + ποδία (< πους, ποδ ός), πρβλ. σχιζο ποδία, ωκυ ποδία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ.… … Dictionary of Greek