σχετλιάζω

σχετλιάζω

σχετλιάζω, über Gewalt, erlittenes Unrecht klagen, sich erschrecklich gebehrden, kläglich thun, u. übh. klagen, unwillig sein od. werden; Ar. Plut. 477; Plat. Gorg. 519 b; Antipho 3 δ 3; ἐπὶ τῇ τόλμῃ, Dem. 34, 19; Pol. 5, 26, 6 u. Sp., wie Luc. fugit. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχετλιάζω — σχετλῑάζω , σχετλῖάζω pres subj act 1st sg σχετλῑάζω , σχετλῖάζω pres ind act 1st sg σχετλιάζω complain of hardship pres subj act 1st sg σχετλιάζω complain of hardship pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάζω — ΝΑ [σχέτλιος] 1. παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι 2. αγανακτώ αρχ. (με ουδ. επιθ.) κατακρίνω κάτι με αγανάκτηση («σχετλιάζειν τὸ συμβάν», Αρισταίν.) …   Dictionary of Greek

  • σχετλιᾶν — σχέτλιος able to hold out masc/fem gen pl (doric ionic) σχετλῑᾶν , σχετλῖάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) σχετλῑᾶν , σχετλῖάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σχετλῑᾶν , σχετλῖάζω fut part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχετλιάσας — προσχετλῑά̱σᾱς , πρό σχετλῖάζω fut part act fem acc pl (doric) προσχετλῑά̱σᾱς , πρό σχετλῖάζω fut part act fem gen sg (doric) προσχετλῑάσᾱς , πρό σχετλῖάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προσχετλιά̱σᾱς , πρό σχετλιάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάζῃ — σχετλῑάζῃ , σχετλῖάζω pres subj mp 2nd sg σχετλῑάζῃ , σχετλῖάζω pres ind mp 2nd sg σχετλῑάζῃ , σχετλῖάζω pres subj act 3rd sg σχετλιάζω complain of hardship pres subj mp 2nd sg σχετλιάζω complain of hardship pres ind mp 2nd sg σχετλιάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάσαι — σχετλῑά̱σᾱͅ , σχετλῖάζω fut part act fem dat sg (doric) σχετλῑάσαι , σχετλῖάζω aor inf act σχετλῑάσαῑ , σχετλῖάζω aor opt act 3rd sg σχετλιά̱σᾱͅ , σχετλιάζω complain of hardship fut part act fem dat sg (doric) σχετλιάζω complain of hardship… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάσας — σχετλῑά̱σᾱς , σχετλῖάζω fut part act fem acc pl (doric) σχετλῑά̱σᾱς , σχετλῖάζω fut part act fem gen sg (doric) σχετλῑάσᾱς , σχετλῖάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σχετλιά̱σᾱς , σχετλιάζω complain of hardship fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάσει — σχετλῑάσει , σχετλῖάζω aor subj act 3rd sg (epic) σχετλῑάσει , σχετλῖάζω fut ind mid 2nd sg σχετλῑάσει , σχετλῖάζω fut ind act 3rd sg σχετλιάζω complain of hardship aor subj act 3rd sg (epic) σχετλιάζω complain of hardship fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιαζόμενον — σχετλῑαζόμενον , σχετλῖάζω pres part mp masc acc sg σχετλῑαζόμενον , σχετλῖάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg σχετλιάζω complain of hardship pres part mp masc acc sg σχετλιάζω complain of hardship pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιαζόντων — σχετλῑαζόντων , σχετλῖάζω pres part act masc/neut gen pl σχετλῑαζόντων , σχετλῖάζω pres imperat act 3rd pl σχετλιάζω complain of hardship pres part act masc/neut gen pl σχετλιάζω complain of hardship pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιάζει — σχετλῑάζει , σχετλῖάζω pres ind mp 2nd sg σχετλῑάζει , σχετλῖάζω pres ind act 3rd sg σχετλιάζω complain of hardship pres ind mp 2nd sg σχετλιάζω complain of hardship pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”