- σχετλιασμός
σχετλιασμός, ὁ, das Klagen, Jammern, der Unwille; Thuc. 8, 53; Arist. rhet. 2, 21 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχετλιασμός, ὁ, das Klagen, Jammern, der Unwille; Thuc. 8, 53; Arist. rhet. 2, 21 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχετλιασμός — indignant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμός — ο, ΝΑ [σχετλιάζω] 1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή 2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα αρχ. σχετλιαστικό επιφώνημα … Dictionary of Greek
σχετλιασμοῖς — σχετλιασμός indignant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμοί — σχετλιασμός indignant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμοῦ — σχετλιασμός indignant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμούς — σχετλιασμός indignant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμῷ — σχετλιασμός indignant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμόν — σχετλιασμός indignant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)