- σχισμή
σχισμή, ἡ, = Folgdm; Arist. plant. 1, 6; LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχισμή, ἡ, = Folgdm; Arist. plant. 1, 6; LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχισμῇ — σχισμή cleft fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισμή — cleft fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισμή — η, ΝΜΑ, και σκισμή Ν [σχίζω] επίμηκες άνοιγμα μικρού πλάτους, ρωγμή (α. «σχισμή εδάφους» β. «εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν», ΠΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε άνοιγμα που προκαλείται από σχίσιμο 2. ανατ. σχηματισμός που μοιάζει με αυλάκι στην… … Dictionary of Greek
σχισμή — η επιμήκης ρωγμή, χαραμάδα: Τα σανίδια του πατώματος έχουν σχισμές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχισμαῖς — σχισμή cleft fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισμαί — σχισμή cleft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισμήν — σχισμή cleft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισμῶν — σχισμή cleft fem gen pl σχισμός cleaving masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
διασφάξ — η (AM διασφάξ) 1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα 2. χάσμα στη γη αρχ. 1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων 2. σχισμή τού ήπατος 3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών 4. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek