σφῦρα

σφῦρα

σφῦρα, , 1) der Hammer, Od. 3, 434, als Werkzeug des Schmiedes. – 2) ein Werkzeug des Ackerbaues, Schlägel, Hacke, die Erdklöße zu zermalmen, Hes. O. 257, Ar. Pax 558, ᾗ βωλοκοποῦσι, Schol. Scheint mit σφαῖρα verwandt, wegen der rundlichen Gestalt des Hammers. – ist bei den ältesten Dichtern immer lang, Od. 3, 434 bei Wolf falsch σφύραν accentuirt; Jacobs A. P. p. XL zu Philp. 15 (VI, 103) nimmt die letzte Sylbe für ursprünglich lang und will σφύρα schreiben, doch findet sich dafür kein sicheres Beispiel; E. M. p. 823, 20 paßt nicht hierher.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφῦρα — hammer fem nom/voc sg σφῦρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύρα — η, ΝΜΑ το σφυρί νεοελλ. 1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα 2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το …   Dictionary of Greek

  • σφύρα — σφύ̱ρᾱ , σφῦρα hammer fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύρᾳ — σφύ̱ρᾱͅ , σφῦρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύρα — η 1. σφυρί. 2. ένα από τα τρία οστά του αυτιού. 3. επικρουστήρας του όπλου. 4. μεταλλική σφαίρα δεμένη με αλυσίδα που χρησιμοποιείται σε ένα είδος αθλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυρά — σφυρόν ankle neut nom/voc/acc pl σπυράς ball of dung fem voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφῦραι — σφῦρα hammer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφῦραν — σφῦρα hammer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • επισφύριον — ἐπισφύριον, τὸ (Α) 1. στον πληθ. τὰ ἐπισφύρια α) πόρπη με την οποία στερέωναν τις περικνημίδες στα σφυρά («κνημίδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.) β) το πάνω μέρος τής άρθρωσης στα σφυρά, τα σφυρά 2. ως επίθ. ἐπισφύριος, ον και… …   Dictionary of Greek

  • σφυροβολία — Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”