σφῡρ-ήλατος

σφῡρ-ήλατος

σφῡρ-ήλατος, mit dem Hammer getrieben, gearbeitet, gehämmert, geschmiedet; bes. von getriebenen Metallarbeiten im Ggstz zu den gegossenen; σίδηρος, Aesch. Spt. 798; πέδαι, Pers. 733; Her. 7, 69; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάϑητι, Plat. Phaedr. 236 b; κολοσσός, Ep. ad. 193 (App. 135); übertr., ἀνάγκαι Pind. frg. 223, dicht, fest, dauerhaft, φιλία Plut. discr. ad. et am. 35, σφ. νοῦς, ein gediegener Geist; vom schriftlichen Ausdrucke, gedrängt, gedankenreich, de Pyth. or. 29; λόγος Luc. Dem. enc. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χειρήλατος — η, ο, Ν χειροκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρήλατος — η, ο / ψυχρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλο ή μεταλλικό αντικείμενο) αυτός που έχει υποστεί ψυχρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

  • λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”