σφωίν — σφωιν , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) σφωϊν , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιν — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) σφωϊν , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφῶιν — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) σφῷν , σύ thou gen/dat 2nd dual (attic) σύ thou gen/dat 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Местоимение в праиндоевропейском языке — Местоимение часть речи праиндоевропейского языка. Местоимения являются одним из самых устойчивых элементов индоевропейской лексики[1]. Однако, несмотря на их архаичность и устойчивость, реконструкцию затрудняет большое количество изменений… … Википедия
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον … Dictionary of Greek
μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
σφῷν — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem gen pl (epic) σύ thou gen/dat 2nd dual (attic) σφῶιν , σύ thou gen/dat 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)