- σφῶϊ
σφῶϊ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφῶϊ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφώϊ — Α βλ. σφώ … Dictionary of Greek
σφῶι — σφῷ , σφάζω slay fut opt act 3rd sg σφῷ , σφός their masc/neut dat sg σύ thou nom/acc 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σφῷ — σφάζω slay fut opt act 3rd sg σφός their masc/neut dat sg σφῶι , σύ thou nom/acc 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)