σφάλμα

σφάλμα

σφάλμα, τό, der Fall, Fehltritt; σφάλματο ἐξς ὀλίγου πεσών, Antiphil. 35 (VII, 6341; – dah. a) Unglück, Schaden, Nachtheil, Niederlage; Her. 1, 207. 7, 6; σφάλματα ποιοῦντες ἐν τοῖς πελάγεσιν, Plat. Polit. 298 b; Thuc. 5, 14. – b) Irrthum, Fehler, Vergehen; Eur. Suppl. 416: Plat. Theaet. 167 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφάλμα — trip neut nom/voc/acc sg σφάλμᾱ , σφαλμάω pres imperat act 2nd sg σφάλμᾱ , σφαλμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλμα — το, ΝΜΑ [σφάλλω] παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα») 2. μαθημ. η… …   Dictionary of Greek

  • σφάλμα — το, ατος 1. λάθος, αβλεψία: Διόρθωσε τα ορθογραφικά σφάλματα. 2. παράπτωμα: Διέπραξε ασυγχώρητο σφάλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαλμᾷ — σφαλμάω pres subj mp 2nd sg σφαλμάω pres ind mp 2nd sg (epic) σφαλμάω pres subj act 3rd sg σφαλμάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλμάτων — σφάλμα trip neut gen pl σφαλμά̱των , σφαλμάω pres imperat act 3rd pl σφαλμά̱των , σφαλμάω pres imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλμασι — σφάλμα trip neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλμασιν — σφάλμα trip neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλματα — σφάλμα trip neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλματι — σφάλμα trip neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλματος — σφάλμα trip neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”