- σφάλαξ
σφάλαξ, ὁ, der Stechdorn, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάλαξ, ὁ, der Stechdorn, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. σπάλακας … Dictionary of Greek
σφάλαξ — σπάλαξ blind rat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… … Dictionary of Greek
(s)p(h)el-1 — (s)p(h)el 1 English meaning: to split, cut off, tear off; board Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen” Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
σπάλακας — ο / σπάλαξ, ακος, ἡ ΝΑ, και λόγιος τ. σπάλαξ και σφάλαγκας και σφάλαγκος Ν, και σπάν. αρσ. τ., ὁ, και σφάλαξ Α γένος τυφλοπόντικων τής οικογένειας σπαλακίδες … Dictionary of Greek
σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς … Dictionary of Greek