- σφάκτρια
σφάκτρια, ἡ, fem. zu σφάκτης, auch die Opferpriesterinn, Jac. A. P. p. 594, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάκτρια, ἡ, fem. zu σφάκτης, auch die Opferpriesterinn, Jac. A. P. p. 594, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάκτρια — ἡ, Α βλ. σφάκτης … Dictionary of Greek
σφάχτης — ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α [σφάζω] φονιάς, δολοφόνος νεοελλ. σφαγέας νεοελλ. μσν. οξύς πόνος στα πλευρά αρχ. το θηλ. ἡ σφάκτρια ιέρεια … Dictionary of Greek
σφάκτης — ὁ, θηλ. σφάκτρια, ΝΑ, και σφακτής Α βλ. σφάχτης … Dictionary of Greek