- συν-άγκεια
συν-άγκεια, ἡ, = dem poet. μισγάγκεια, Bergschlucht od. Thalgrund, worin Waldbäche von allen Seiten zusammenlaufen; Leon. Tar. 31 (VI, 188); Pol. 18, 14, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άγκεια, ἡ, = dem poet. μισγάγκεια, Bergschlucht od. Thalgrund, worin Waldbäche von allen Seiten zusammenlaufen; Leon. Tar. 31 (VI, 188); Pol. 18, 14, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] … Dictionary of Greek