- συν-αίνεσις
συν-αίνεσις, ἡ, Zustimmung, Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αίνεσις, ἡ, Zustimmung, Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek