- συν-αίνυμαι
συν-αίνυμαι (s. αἴνυμαι) zusammennehmen, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Il.21, 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αίνυμαι (s. αἴνυμαι) zusammennehmen, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Il.21, 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναίνυμαι — Α συναθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἴνυμαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek