συν-ναίω

συν-ναίω

συν-ναίω (s. ναίω), mit, zugleich, zusammen wohnen; γυναιξί, Aesch. Spt. 177; αλις πόνοις τούτοισι συνναίειν ἐμοί, Soph. Phil. 880; Trach. 1237.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνναίω — Α συγκατοικώ («μητέρι συνναίεσκεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναίω (Ι) «κατοικώ»] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”