- συν-αν-ίσχω
συν-αν-ίσχω, = συνανέχω, Ael. H. A. 14, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αν-ίσχω, = συνανέχω, Ael. H. A. 14, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνανίσχει — σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανίσχοντα — σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανίσχουσιν — σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανισχούσης — σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανίσχοντος — σύν , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμπίσχηι — συναμπίσχῃ , σύν , ἀμφί ἴσχω keep back pres subj mp 2nd sg συναμπίσχῃ , σύν , ἀμφί ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg συναμπίσχῃ , σύν , ἀμφί ἴσχω keep back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανίσχετο — συνανί̱σχετο , σύν , ἀνά ἴσχω keep back imperf ind mp 3rd sg σύν , ἀνά ἴσχω keep back imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροσίσχομαι — Α προσκολλώμαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρός + ἴσχω «κρατώ»] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
συνίσχω — ΜΑ 1. συνέχω 2. (το παθ.) συνίσχομαι πάσχω, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἴσχω, άλλος τ. τού έχω] … Dictionary of Greek
seĝh-, seĝhi-, seĝhu- — seĝh , seĝhi , seĝhu English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg” Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary