- προς-ανα-παύω
προς-ανα-παύω (s. παύω), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-παύω (s. παύω), dabei, daran ruhen lassen, Pol. 4, 73, 3; med., dabei, daran ruhen, Sp., wie Plut. Sull. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek