προς-βιάζομαι

προς-βιάζομαι

προς-βιάζομαι, 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐϑέλοντά γε προςβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προςβιασϑέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

  • ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

  • κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • προσσπεύδω — Α σπεύδω προς κάτι, βιάζομαι προκειμένου να κατορθώσω, να επιτύχω κάτι …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”