- συν-αγλαΐζω
συν-αγλαΐζω, mit ausschmücken, Eustath. 1068, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγλαΐζω, mit ausschmücken, Eustath. 1068, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναγλαΐζω — ΜΑ καλλωπίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγλαΐζω «καλλωπίζω, λαμπρύνω»] … Dictionary of Greek