- συν-αιθύσσω
συν-αιθύσσω, sich zugleich od. zusammen schnell bewegen. λιγυρῷ ἀήτῃ συναιϑύσσοντες Nonn. D. 10, 280.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αιθύσσω, sich zugleich od. zusammen schnell bewegen. λιγυρῷ ἀήτῃ συναιϑύσσοντες Nonn. D. 10, 280.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναιθύσσω — Α 1. κυμαίνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. κινώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο και γρήγορα («συναιθύσσειν πλοκάμους θυέλλαις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθύσσω «αναταράζω»] … Dictionary of Greek