- συν-αγωγός
συν-αγωγός, versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσϑαι Tim. 31 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγωγός, versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσϑαι Tim. 31 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσυνάγωγος — εὐσυνάγωγος, ον (Α) ο κατάλληλος για συγκέντρωση («τόπος εὐσυνάγωγος τοῑς πεμπομένοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αγωγός (< συν άγω)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καταγωγία — καταγωγία, ἡ (Α) πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. αν αγωγία, συν αγωγία] … Dictionary of Greek