- συν-νεωτερίζω
συν-νεωτερίζω, mit, zugleich neuern, Neuerungen machen, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νεωτερίζω, mit, zugleich neuern, Neuerungen machen, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνενεωτέρισαν — σύν νεωτερίζω makeinnovations aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννεωτερίζω — ΜΑ μαζί με άλλους επιχειρώ νεωτερισμούς, κυρίως ανατρεπτικούς («μέγας αἰὼν ἀεὶ ξυννεωτερίζων τοῑς πράγμασι τὰ πολλὰ τῶν καθεστώτων», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεωτερίζω «επιχειρώ κάτι καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς»] … Dictionary of Greek
συγκαινουργώ — έω, Α 1. ανανεώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. μέσ. συγκαινουργοῡμαι, έομαι ανανεώνομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καινουργῶ «κατασκευάζω κάτι εκ νέου, νεωτερίζω»] … Dictionary of Greek