προς-αγγελία

προς-αγγελία

προς-αγγελία, , das Ankündigen, das Zubringen der Nachricht, die Nachricht; Pol. 5, 110, 11. 14, 6, 2; Plut. Num. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • περιαγγέλλω — ΜΑ κοινοποιώ κάτι με αγγέλματα προς διάφορες κατευθύνσεις («περιαγγέλλοντες τὴν πανήγυριν», Θεμίστ.) αρχ. 1. στέλνω ή φέρνω αγγελία σε διάφορα μέρη («τοῡτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα τῶ κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων ὅσῳ πλείοσιν οὗτος ἠνώχληκε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Κουέρτσια, Γιάκοπο — (Jacopo Della Quercia, Σιένα περ. 1371 – 1438). Ιταλός γλύπτης, ξυλόγλυπτης και χρυσοχόος. Ήταν γιος του Πιερο ντι Γκουαρνιέρι. Το πρώτο βέβαιο έργο του είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο, συζύγου του Πάολο Γκουινίτζι, που εκτελέστηκε το 1406… …   Dictionary of Greek

  • σαίνω — ΝΑ 1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον 2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιον αρχ. 1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.) 2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν»,… …   Dictionary of Greek

  • υποσέλιδος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος μιας σελίδας («υποσέλιδα σχόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσέλιδο αγγελία ή άλλη, άσχετη προς το κείμενο, δημοσίευση στο κάτω μέρος σελίδας βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας ή άλλου εντύπου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”