- συν-αγρεύω
συν-αγρεύω, mitjagen od. -fangen, Leon. Tar. 17 (IX 337).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγρεύω, mitjagen od. -fangen, Leon. Tar. 17 (IX 337).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναγρεύω — Α κυνηγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγρεύω (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
συναγρώσσω — Α συναγρεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγρώσσω, άλλος τ. τού ἀγρεύω] … Dictionary of Greek