- συν-ναύτης
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse; Soph. Ai. 886; Eur. Cycl. 424; Plat. Rep. III, 389 c Polit. 297 a u. Sp., wie Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse; Soph. Ai. 886; Eur. Cycl. 424; Plat. Rep. III, 389 c Polit. 297 a u. Sp., wie Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek