- συν-ανύτω
συν-ανύτω, = συνανύω, Aesch. Ag. 1094, intr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ανύτω, = συνανύω, Aesch. Ag. 1094, intr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνανύω — και συνανύτω Α 1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»] … Dictionary of Greek
sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- — sen , sene , sen(e)u , senǝ English meaning: to prepare, work on, succeed Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen” Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary