- συμ-βατικός
συμ-βατικός, ή, όν, zur Uebereinkunft, Vereinigung, Versöhnung gehörig, dazu führend, λόγοι, Thuc. 6, 103; οὐδὲν ξυμβατικὸν ἀπεκρίνατο, 8, 71. 91; vgl. Plut. Aem. P. 6 Camill. 28; διάϑεσις, Pol. 17, 9, 4; συμβατικῶς ἔχειν, Plut. Flamin. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.