- συμ-βαστάζω
συμ-βαστάζω (s. βαστάζω), mittragen, App. B. C. 4, 27; auch zusammenhalten u. vergleichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-βαστάζω (s. βαστάζω), mittragen, App. B. C. 4, 27; auch zusammenhalten u. vergleichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek