- συν-δράσσω
συν-δράσσω, mit fassen, ergreifen, Qu. Sm. 13, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δράσσω, mit fassen, ergreifen, Qu. Sm. 13, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδράσσω — Α (το ενεργ. και το μέσ.) αρπάζω κάτι ή συλλαμβάνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δράσσω, σπάνιος τ. τού δράττομαι «αρπάζω, συλλαμβάνω με δύναμη»] … Dictionary of Greek