- συν-αμπρεύω
συν-αμπρεύω, mit oder zugleich ziehen, Arist. H. A. 6, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αμπρεύω, mit oder zugleich ziehen, Arist. H. A. 6, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναμπρεύω — Α έλκω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμπρεύω «σύρω, έλκω»] … Dictionary of Greek