- συν-εοχμός
συν-εοχμός, ὁ, poet. statt συνοχμός, = συνοχή, Zusammenhang, Verbindung; κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, Il. 14, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εοχμός, ὁ, poet. statt συνοχμός, = συνοχή, Zusammenhang, Verbindung; κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ, Il. 14, 465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.