- συν-εορτάζω
συν-εορτάζω, mit od. zugleich ein Fest feiern, Alciphr. 1, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εορτάζω, mit od. zugleich ein Fest feiern, Alciphr. 1, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεώρταζον — σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd pl σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 1st sg σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd pl (ionic) σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεωρτάσαμεν — σύν ἑορτάζω keep festival aor ind act 1st pl σύν ἑορτάζω keep festival aor ind act 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεώρταζε — σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd sg σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεώρταζεν — σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd sg σύν ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσαββατίζω — Α εορτάζω την ημέρα τού Σαββάτου μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαββατίζω «εορτάζω, τηρώ την ημέρα τού Σαββάτου»] … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
συναλωνιάζω — Α εορτάζω με άλλους τις γιορτές τού αλωνίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλώνιον (< ἅλων)] … Dictionary of Greek
συρρέζω — Α εορτάζω ταυτοχρόνως ή από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥέζω (Ι) «πράττω, διαπράττω»] … Dictionary of Greek
συσσεβίζω — Α εορτάζω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σεβίζω «λατρεύω, τιμώ, σέβομαι»] … Dictionary of Greek