προς-αγωγός

προς-αγωγός

προς-αγωγός, zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προςαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληϑέστερον ξυνέϑεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προςάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… …   Dictionary of Greek

  • σωληνοειδές — Αγωγός περιτυλιγμένος σπειροειδώς, σ’ έναν υψηλό αριθμό διαδοχικών σπειρών. Καθεμιά από τις σπείρες αυτές, όταν διαρρέεται από ρεύμα, ισοδυναμεί μ’ ένα μαγνητικό έλασμα (*μαγνητισμός). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σ. συνίσταται στο ότι κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”