- συν-εξ-ορθιάζω
συν-εξ-ορθιάζω, mit, zugleich emporrichten, aufregen, φόβῳ, Plut. de esu carn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ορθιάζω, mit, zugleich emporrichten, aufregen, φόβῳ, Plut. de esu carn. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνορθιάζω — Α σηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek