- συν-εξ-ορούω
συν-εξ-ορούω, mit oder zugleich herausspringen, herausfahren, τῷ κύματι, Ath. VIII, 333 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ορούω, mit oder zugleich herausspringen, herausfahren, τῷ κύματι, Ath. VIII, 333 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνόρουσαν — σύν ὀρούω dart aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορούω — Α ορμώ, τρέχω μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρούω «σηκώνομαι και ορμώ βίαια, επιτίθεμαι»] … Dictionary of Greek