- συν-εξ-ορχέομαι
συν-εξ-ορχέομαι, mit austanzen, verhöhnen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ορχέομαι, mit austanzen, verhöhnen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνορχήσομαι — σύν ὀρχέομαι dance aor subj mp 1st sg (epic) σύν ὀρχέομαι dance fut ind mp 1st sg σύν ὀρχέω dance aor subj mid 1st sg (epic) σύν ὀρχέω dance fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωρχήσαντο — σύν ὀρχέομαι dance aor ind mp 3rd pl σύν ὀρχέω dance aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)