- συν-εξ-ανᾱλίσκω
συν-εξ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), mit, zugleich verzehren, aufwenden, D. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), mit, zugleich verzehren, aufwenden, D. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναναλίσκω — Α 1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον 3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek