συν-εκ-λάμπω

συν-εκ-λάμπω

συν-εκ-λάμπω, mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten, Plut. fac. orb. lun. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμπαραλάμποντα — σύν , παρά λάμπω give light pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , παρά λάμπω give light pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαρμαίρω — Α λάμπω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαλάμπω — Α λάμπω πέρα ώς πέρα, ακτινοβολώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαλάμπω «λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • συγγάνυμαι — Μ συγγανύσκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • συγγανύσκομαι — Α χαίρομαι και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γανύσκομαι «λάμπω από χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραλάμπω — Α συμμετέχω στην αίγλη κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραλάμπω «λάμπω, φέγγω λίγο»] …   Dictionary of Greek

  • συλλάμψαι — σύν λάμπω give light aor inf act συλλάμψαῑ , σύν λάμπω give light aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαμπομένη — σύν λάμπω give light pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέλαμπε — σύν λάμπω give light imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέλαμψαν — σύν λάμπω give light aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέλαμψε — σύν λάμπω give light aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”