συν-εκ-θλῑβω

συν-εκ-θλῑβω

συν-εκ-θλῑβω, mit oder zugleich ausdrücken, herauspressen, Arist. probl. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνεπιθλιβόντων — συνεπιθλῑβόντων , σύν , ἐπί θλίβω squeeze pres part act masc/neut gen pl συνεπιθλῑβόντων , σύν , ἐπί θλίβω squeeze pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • συνθλίβω — ΝΜΑ ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ νεοελλ. σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση μσν. αρχ. (κυρίως παθ.) συνθλίβομαι (για πλήθος) συνωστίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”