συν-εκ-βιβάζω

συν-εκ-βιβάζω

συν-εκ-βιβάζω, mit oder zugleich herausbringen, -führen, τὰς ἁμάξας ἐκ πηλοῦ Xen. An. 1, 5, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”