συν-εκ-δύνω, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδύνω — Α δύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek