- συν-ειμαρμένα
συν-ειμαρμένα, τά, das vom Schicksal mit od. zugleich Verhängte, Plut. de fato 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ειμαρμένα, τά, das vom Schicksal mit od. zugleich Verhängte, Plut. de fato 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek