- συν-εγγίζω
συν-εγγίζω, sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εγγίζω, sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεγγίζω — Α 1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.) 2. προσεγγίζω, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»] … Dictionary of Greek