- συν-εκ-τρῑβω
συν-εκ-τρῑβω, mit od. zugleich ausreiben, aufreiben, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-τρῑβω, mit od. zugleich ausreiben, aufreiben, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συμπεριτριβομένων — συμπεριτρῑβομένων , σύν , περί τρίβω rub pres part mp fem gen pl συμπεριτρῑβομένων , σύν , περί τρίβω rub pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψήχω — Α τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψήχω «τρίβω, ξύνω»] … Dictionary of Greek
συνανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. παθ. συνανατρίβομαι παλεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατρίβω «τρίβω ελαφρά, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
συγκατατρίβω — Α συντρίβω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
συγχρίω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) αλείφω συγχρόνως ή αλείφω σε ολόκληρη την επιφάνεια αρχ. παθ. συγχρίομαι τρίβομαι, αλείφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρίω «τρίβω, αλείφω»] … Dictionary of Greek
συνεκλειώ — όω, ΜΑ συνεκλεαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλειῶ «τρίβω, λειαίνω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
συσποδώ — όω, Α κατακόβω σε μικρά τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σποδῶ «τρίβω, συντρίβω, κοπανίζω»] … Dictionary of Greek
ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… … Dictionary of Greek
συνθραύω — ΜΑ, και συνθλαύω Α σπάζω, συντρίβω εντελώς μσν. (σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek