τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
συγκατατρέχω — Α τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek
συμπαραθέω — Α 1. τρέχω μαζί, παραπλεύρως με κάποιον άλλο 2. μτφ. παρακολουθώ κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραθέω «τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου»] … Dictionary of Greek
συμπεριθέω — Α 1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον 2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῡ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῑς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιθέω «τρέχω κυκλικά»] … Dictionary of Greek
συναναθέω — Α τρέχω συγχρόνως με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθέω «τρέχω, ανατρέχω»] … Dictionary of Greek
συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek
συνδιαθέω — Α κινούμαι βιαστικά εδώ και εκεί μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθέω «τρέχω εδώ και εκεί, διατρέχω»] … Dictionary of Greek
συνειστρέχω — ΜΑ συνεισβάλλω («τοὺς τῶν πολεμίων συνειστρέχοντας», Αιν. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰστρέχω «τρέχω μέσα»] … Dictionary of Greek
συνεκθέω — Α 1. σπεύδω προς τα έξω, εξορμώ μαζί με κάποιον 2. επεκτείνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθέω «τρέχω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
συνεπιτροχάζω — ΜΑ παθ. συνεπιτροχάζομαι (για λόγο) εκφωνούμαι επιτροχάδην, πολύ βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτροχάζω «τρέχω, καλπάζω»] … Dictionary of Greek
συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… … Dictionary of Greek